- φωνοκινητικός
- -ή, -ό, Ν1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κινήσεις τών φωνητικών οργάνων2. φρ. «φωνοκινητική αμνησία»ιατρ. μορφή κινητικής αμνησίας που οφείλεται σε απώλεια τής μνήμης τών κινήσεων που είναι απαραίτητες για την άρθρωση τού λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonocinetique < φωνή + κινητικός].
Dictionary of Greek. 2013.